- φαμέγιοι
- οι, Ν(παλαιότερα) (στη Μάνη) τάξη που απαρτιζόταν από ανίσχυρους κοινωνικά και οικονομικά πολίτες, οι οποίοι, κατά μία παράδοση, ήταν απόγονοι μετοίκων και, επειδή είχαν ανάγκη από προστάτη, προσκολλώνταν στους νυκλιάνους, στην τάξη τών ευγενών και πλουσίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. famille (< λατ. familia «η οικογένεια μαζί με τους δούλους»)].
Dictionary of Greek. 2013.